- κόβα
- ηναυτ.1. αλυσίδα ή σχοινί με τα οποία αναρτώνται οι κεραίες τών ιστιοφόρων2. το μέσο τής κεραίας στα τετράγωνα ιστία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cova].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοβαλικεύμασι — κοβᾱλικεύμασι , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοβαλικεύμασιν — κοβᾱλικεύμασιν , κοβαλίκευμα knavish trick neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοβάλους — κοβά̱λους , κόβαλος impudent rogue masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόβαλα — κόβᾱλα , κόβαλος impudent rogue neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόβαλοι — κόβᾱλοι , κόβαλος impudent rogue masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόβαλον — κόβᾱλον , κόβαλος impudent rogue masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόβαλος — κόβᾱλος , κόβαλος impudent rogue masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)